ενσφήνωση

ενσφήνωση
η
1. η εισαγωγή σφήνας, το σφήνωμα.
2. το να μπει κάτι σε κάποιο μέρος σαν σφήνα, από όπου γίνεται δύσκολη η εξαγωγή του, το σφήνωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενσφήνωση — η 1. εισαγωγή σφήνας μέσα ή επάνω σε κάτι 2. σφήνωμα ενός αντικειμένου σε μέρος από όπου είναι δύσκολη η απελευθέρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενσφηνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον θ. Παπαδημητρακόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • ενσφηνωτικός — ή, ό [ενσφηνώνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενσφήνωση …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”